- συσταλτός
- -ή, -ό, Ναυτός που μπορεί να συσταλεί, δεκτικός συστολής.[ΕΤΥΜΟΛ. < συστέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… … Dictionary of Greek
συσταλτότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού συσταλτού 2. φυσιολ. η ιδιότητα όλων τών ζωντανών ζωικών ιστών, ιδίως τών μυϊκών, να συστέλλονται και να αλλάζουν σχήμα υπό την επίδραση κατάλληλου ερεθίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συσταλτός. Η λ. αποτελεί απόδοση ξεν. όρου (πρβλ … Dictionary of Greek